denominate$20075$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

denominate$20075$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Denominations; Denomination (disambiguation); Denominate; Denominated

denominate      
v. επονομάζω

Ορισμός

denominate
[d?'n?m?ne?t]
¦ verb
1. formal call; name.
2. (be denominated) (of sums of money) be expressed in a specified monetary unit.
Origin
ME: from L. denominat-, denominare, from de- 'away, formally' + nominare 'to name'.

Βικιπαίδεια

Denomination

Denomination may refer to:

  • Religious denomination, such as a:
    • Christian denomination
    • Jewish denomination
    • Islamic denomination
    • Hindu denominations
    • Buddhist denomination
  • Denomination (currency)
  • Denomination (postage stamp)
  • Protected designation of origin, a protected product name, usually by region of production